βετούλι

βετούλι
το
αρνί ή κατσίκι ενός έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *βιτούλιον, υποκορ. του λατ. vitulus(-i) «μοσχάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βετούλι — το θηλ. βετούλα, η κατσίκι που συμπλήρωσε το χρόνο, χρονιάρικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουίτουλος — οὐΐτουλος, ὁ (Α) μόσχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vitulus «μόσχος» (πρβλ. βετούλι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”